magnifying$93886$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

magnifying$93886$ - translation to ελληνικό

A PIECE OF GLASS THAT MAKE IMAGES LOOK BIGGER
Magnifying lens; Optical device - hand lens; Hand lens; Magnifying Glass; Magnifing glass; Low vision aid; Low vision aids; 🔎; 🔍
  • [[Jim Hutton]] as detective [[Ellery Queen]], posing with a magnifying glass
  • Diagram of a single lens magnifying glass
  • 12px
  • Text seen through a magnifying glass
  • Magnifying glass on an arm lamp

magnifying      
adj. μεγεθυντικός
magnifying glass         
μεγεθυντικός φακός

Ορισμός

magnifying glass
(magnifying glasses)
A magnifying glass is a piece of glass which makes objects appear bigger than they actually are.
N-COUNT

Βικιπαίδεια

Magnifying glass

A magnifying glass is a convex lens that is used to produce a magnified image of an object. The lens is usually mounted in a frame with a handle. A magnifying glass can be used to focus light, such as to concentrate the sun's radiation to create a hot spot at the focus for fire starting.

A sheet magnifier consists of many very narrow concentric ring-shaped lenses, such that the combination acts as a single lens but is much thinner. This arrangement is known as a Fresnel lens.

The magnifying glass is an icon of detective fiction, particularly that of Sherlock Holmes.